πάνδεινος

πάνδεινος
πάν-δεινος, ganz furchtbar, gewaltig; ganz geschickt, tüchtig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάνδεινος — all dreadful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδεινος — (I) ο ζωολ. γένος αραχνιδίων τής τάξης τών σκορπιών που ζουν στην τροπική Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα είναι ανώδυνο, αλλά δηλητηριώδες και κάποτε θανατηφόρο. (II) η, ο / πάνδεινος, ον, ΝΑ δεινός από κάθε άποψη, πάρα πολύ δεινός, πολύ… …   Dictionary of Greek

  • πανδείνως — πάνδεινος all dreadful adverbial πάνδεινος all dreadful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδεινον — πάνδεινος all dreadful masc/fem acc sg πάνδεινος all dreadful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδεινοτάτης — πάνδεινος all dreadful fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδείνοις — πάνδεινος all dreadful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδείνων — πάνδεινος all dreadful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδεινα — πάνδεινος all dreadful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδεινοι — πάνδεινος all dreadful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… …   Dictionary of Greek

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”